ἐναντιόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)nantio/boulos
|Beta Code=e)nantio/boulos
|Definition=ον, [[of contrary purpose]], <span class="bibl">Polem.Phgn.66</span>, <span class="bibl">Vett.Val.61.28</span>,al.
|Definition=ον, [[of contrary purpose]], <span class="bibl">Polem.Phgn.66</span>, <span class="bibl">Vett.Val.61.28</span>,al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se opone]], [[de decisión contraria]] ὁ [[εἴρων]] καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντιόβουλος''': -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει [[παλίμβολος]]: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, [[ἐναντιόβουλος]], [[ἐναντιογνώμων]]».
|lstext='''ἐναντιόβουλος''': -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει [[παλίμβολος]]: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, [[ἐναντιόβουλος]], [[ἐναντιογνώμων]]».
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se opone]], [[de decisión contraria]] ὁ [[εἴρων]] καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐναντιόβουλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αντίθετη [[θέληση]], αντίθετη [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλει [[γνώμη]], ο [[παλίμβουλος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐναντιόβουλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αντίθετη [[θέληση]], αντίθετη [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλει [[γνώμη]], ο [[παλίμβουλος]].
}}
}}

Revision as of 15:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐόβουλος Medium diacritics: ἐναντιόβουλος Low diacritics: εναντιόβουλος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: enantióboulos Transliteration B: enantioboulos Transliteration C: enantiovoulos Beta Code: e)nantio/boulos

English (LSJ)

ον, of contrary purpose, Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al.

Spanish (DGE)

-ον
que se opone, de decisión contrariaεἴρων καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.

German (Pape)

[Seite 826] von entgegengesetztem Willen, Polem. Physiogn. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιόβουλος: -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει παλίμβολος: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, ἐναντιόβουλος, ἐναντιογνώμων».

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐναντιόβουλος, -ον)
1. αυτός που έχει αντίθετη θέληση, αντίθετη γνώμη
2. αυτός που μεταβάλλει γνώμη, ο παλίμβουλος.