ἐκτοπιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ktopistiko/s
|Beta Code=e)ktopistiko/s
|Definition=ή, όν, [[migratory]], <b class="b3">ἐ. ζῷα</b>, opp. [[ἐπιδημητικά]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a14</span>; βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>694a5</span>.
|Definition=ή, όν, [[migratory]], <b class="b3">ἐ. ζῷα</b>, opp. [[ἐπιδημητικά]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a14</span>; βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>694a5</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[migratorio]] τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>14, [[γένη]] ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.<i>PA</i> 694<sup>a</sup>6, de los atunes, Arist.<i>Fr</i>.303.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτοπιστικός''': -ή, -όν, [[ἀποδημητικός]], ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· [[βίος]] π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.
|lstext='''ἐκτοπιστικός''': -ή, -όν, [[ἀποδημητικός]], ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· [[βίος]] π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[migratorio]] τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>14, [[γένη]] ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.<i>PA</i> 694<sup>a</sup>6, de los atunes, Arist.<i>Fr</i>.303.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοπιστικός Medium diacritics: ἐκτοπιστικός Low diacritics: εκτοπιστικός Capitals: ΕΚΤΟΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ektopistikós Transliteration B: ektopistikos Transliteration C: ektopistikos Beta Code: e)ktopistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, migratory, ἐ. ζῷα, opp. ἐπιδημητικά, Arist.HA488a14; βίος Id.PA694a5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
migratorio τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.HA 488a14, γένη ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.PA 694a6, de los atunes, Arist.Fr.303.

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Entfernen, Verändern des Ortes geneigt; Ggstz von ἐπιδημητικός, Arist. H. A. 1, 1; βίος, Wanderleben, part. an. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοπιστικός: -ή, -όν, ἀποδημητικός, ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· βίος π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἐκτοπιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτοπιστικός: передвигающийся, странствующий, (о птицах) перелетный (ζῷα Arst.).