ἐμπόλημα: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> pl\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)mpo/lhma
|Beta Code=e)mpo/lhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[matter of traffic]], [[freight]] or [[cargo of a ship]], <b class="b3">κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐ</b>. (metaph.) <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>538</span>: pl., [[wares]], [[merchandise]], <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>137</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[gain made by traffic]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>6.9</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[matter of traffic]], [[freight]] or [[cargo of a ship]], <b class="b3">κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐ</b>. (metaph.) <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>538</span>: pl., [[wares]], [[merchandise]], <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>137</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[gain made by traffic]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>6.9</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mercancía]] Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατον <i>Trag.Adesp</i>.109, κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδε Procop.<i>Arc</i>.25.23, cf. <i>Goth</i>.4.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενός S.<i>Tr</i>.538.<br /><b class="num">2</b> [[comercio]], [[negocio]] E.<i>Cyc</i>.137, τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματος Thphr.<i>Char</i>.6.9, διαχειρίζειν ἐ. Procop.<i>Aed</i>.1.9.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de trafic.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de trafic.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mercancía]] Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατον <i>Trag.Adesp</i>.109, κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδε Procop.<i>Arc</i>.25.23, cf. <i>Goth</i>.4.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενός S.<i>Tr</i>.538.<br /><b class="num">2</b> [[comercio]], [[negocio]] E.<i>Cyc</i>.137, τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματος Thphr.<i>Char</i>.6.9, διαχειρίζειν ἐ. Procop.<i>Aed</i>.1.9.4.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόλημα Medium diacritics: ἐμπόλημα Low diacritics: εμπόλημα Capitals: ΕΜΠΟΛΗΜΑ
Transliteration A: empólēma Transliteration B: empolēma Transliteration C: empolima Beta Code: e)mpo/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, A matter of traffic, freight or cargo of a ship, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐ. (metaph.) S.Tr.538: pl., wares, merchandise, E.Cyc.137. II gain made by traffic, Thphr. Char.6.9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mercancía Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατον Trag.Adesp.109, κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδε Procop.Arc.25.23, cf. Goth.4.17.2
fig. κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενός S.Tr.538.
2 comercio, negocio E.Cyc.137, τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματος Thphr.Char.6.9, διαχειρίζειν ἐ. Procop.Aed.1.9.4.

German (Pape)

[Seite 816] τό, das Erhandelte, Erworbene, Theophr. Char. 6, 4; übertr., κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐμπ. τῆς φρενός, schlechter Lohn, Soph. Tr. 534. – Die Waare, Eur. Cycl. 137.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόλημα: ἐμπόρευμα, φορτίον πλοίου, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐμπ. (μεταφ.) Σοφ. Τρ. 538· ἐν τῷ πληθ., ἐμπορεύματα, Εὐρ. Κύκλ. 137. ΙΙ. τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Θεοφρ. Χαρακ. 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.

Greek Monolingual

ἐμπόλημα, το (AM)
το κέρδος από το εμπόριο
αρχ.
εμπόρευμα, πραμάτεια, φορτίο πλοίου.

Greek Monotonic

ἐμπόλημα: -ατος, τό (ἐμπόλαω),
I. εμπόρευμα, η ύλη που γίνεται αντικείμενο εμπορίου, πραμάτεια, φορτίο πλοίου, εμπόρευμα, στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ.
II. κέρδος που προέρχεται από εμπόριο, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόλημα: ατος τό
1) груз Soph.;
2) pl. товар Eur.

Middle Liddell

ἐμπόλημα, ατος, τό, n ἐμπολάω
I. matter of traffic, the freight of a ship, merchandise, Soph. (metaph.), Eur.
II. gain made by traffic, Theophr.