δενδρῶτις: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, [[πέτρα]] Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, [[πέτρα]] Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> couvert d'arbres, boisé;<br /><b>2</b> qui convient aux arbres.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδρῶτις''': -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36. | |lstext='''δενδρῶτις''': -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, wooded, πέτρα E.HF790; ὥρα f.l. in A.Fr.44.6.
Spanish (DGE)
-ιδος
arbolado Πυθίου δενδρῶτι πέτρα roca arbolada del Pitio e.e., Apolo, E.HF 790.
German (Pape)
[Seite 546] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, πέτρα Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
1 couvert d'arbres, boisé;
2 qui convient aux arbres.
Étymologie: δένδρον.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρῶτις: -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, πέτρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36.
Greek Monolingual
δενδρῶτις (-ιδος), η (Α)
(για τη γη) γεμάτη δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης].
Greek Monotonic
δενδρῶτις: -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δενδρῶτις: ιδος adj. f поросшая деревьями, лесистая (πέτρα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρῶτις -ιδος [δένδρον] adj. f. rijk aan bomen.
Middle Liddell
fem. adj. wooded, Eur.