δικαιοπραγία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] ἡ, gerechte Handlungsweise, nach Arist. Eth. 5, 5, 17 [[μέσον]] ἐστὶ τοῦ ἀ[[δικεῖν]] καὶ τοῦ ἀδικεῖσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] ἡ, gerechte Handlungsweise, nach Arist. Eth. 5, 5, 17 [[μέσον]] ἐστὶ τοῦ ἀ[[δικεῖν]] καὶ τοῦ ἀδικεῖσθαι.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action juste.<br />'''Étymologie:''' [[δικαιοπραγέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιοπρᾱγία''': ἡ [[δικαία]] διαγωγὴ ἢ [[πρᾶξις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 17.
|lstext='''δῐκαιοπρᾱγία''': ἡ [[δικαία]] διαγωγὴ ἢ [[πρᾶξις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 17.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action juste.<br />'''Étymologie:''' [[δικαιοπραγέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:18, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοπρᾱγία Medium diacritics: δικαιοπραγία Low diacritics: δικαιοπραγία Capitals: ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: dikaiopragía Transliteration B: dikaiopragia Transliteration C: dikaiopragia Beta Code: dikaiopragi/a

English (LSJ)

ἡ, just or righteous dealing, Arist.EN1133b30, Phld.Rh.1.266S., Porph.Marc.11, Jul. Ep.89; περὶ δ., title of work by Epicurus.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Heraclit.Ep.2
conducta recta Heraclit.l.c., Arist.EN 1133b30, Phld.Rh.1.266, Porph.Marc.11, 1Ep.Clem.32.3, Clem.Al.Strom.2.10.47, Origenes M.12.1609C, SB 12584.5, PMasp.2.1.1, 3.6 (todos VI d.C.)
περὶ δικαιοπραγίας tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.28.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, gerechte Handlungsweise, nach Arist. Eth. 5, 5, 17 μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ τοῦ ἀδικεῖσθαι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοπρᾱγία: ἡ δικαία διαγωγὴ ἢ πρᾶξις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 17.

Greek Monolingual

η (AM δικαιοπραγία)
το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω)
πρβλ. απραγία, δυσπραγία.

Greek Monotonic

δῐκαιοπρᾰγία: ἡ, ακριβής ή τιμία συναλλαγή, πράξη, συμπεριφορά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιοπρᾱγία:справедливый образ действий Arst., Plut.

Middle Liddell

δῐκαιοπρᾱγία, ἡ, n [from δῐκαιοπρᾱγέω]
just or honest dealing, Arist.