κήλας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1430.png Seite 1430]] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1430.png Seite 1430]] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pélican, DELG marabout, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de [[κήλη]], à cause de son gros jabot.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κήλας''': ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ [[μέγεθος]] τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.
|lstext='''κήλας''': ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ [[μέγεθος]] τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pélican, DELG marabout, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de [[κήλη]], à cause de son gros jabot.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῖς [[ἀκούω]] ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. ινδ. <i>harg</i><i>ē</i><i>la</i>), με σχηματισμό κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κήλη]] λόγω της συγγένειας της σημασίας της «[[εξόγκωμα]]» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει [[κατάληξη]] -<i>ας</i>, που χρησιμοποιείται για τη [[δήλωση]] ζώων και πτηνών].
|mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῖς [[ἀκούω]] ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. ινδ. <i>harg</i><i>ē</i><i>la</i>), με σχηματισμό κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κήλη]] λόγω της συγγένειας της σημασίας της «[[εξόγκωμα]]» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει [[κατάληξη]] -<i>ας</i>, που χρησιμοποιείται για τη [[δήλωση]] ζώων και πτηνών].
}}
}}

Revision as of 18:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλας Medium diacritics: κήλας Low diacritics: κήλας Capitals: ΚΗΛΑΣ
Transliteration A: kḗlas Transliteration B: kēlas Transliteration C: kilas Beta Code: kh/las

English (LSJ)

ὁ, an Indian stork, adjutant, Leptoptilus argala, Ael.NA 16.4.

German (Pape)

[Seite 1430] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pélican, DELG marabout, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de κήλη, à cause de son gros jabot.

Greek (Liddell-Scott)

κήλας: ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ μέγεθος τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.

Greek Monolingual

κήλας, ὁ (Α)
είδος ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῖς ἀκούω ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (πρβλ. ινδ. hargēla), με σχηματισμό κατ' επίδραση της λ. κήλη λόγω της συγγένειας της σημασίας της «εξόγκωμα» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει κατάληξη -ας, που χρησιμοποιείται για τη δήλωση ζώων και πτηνών].