θυνέω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] = [[θύνω]], Hes. Se. 156. 209.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] = [[θύνω]], Hes. Se. 156. 209.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[θύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡνέω''': [[θύνω]], μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, [[σπεύδω]], ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, [[αὐτόθι]] 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, [[αὐτόθι]] 286.
|lstext='''θῡνέω''': [[θύνω]], μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, [[σπεύδω]], ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, [[αὐτόθι]] 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, [[αὐτόθι]] 286.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[θύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡνέω Medium diacritics: θυνέω Low diacritics: θυνέω Capitals: ΘΥΝΕΩ
Transliteration A: thynéō Transliteration B: thyneō Transliteration C: thyneo Beta Code: qune/w

English (LSJ)

= θύνω, only impf., dart along, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Hes Sc.[210]; ἐν δ' Ἔρι

German (Pape)

[Seite 1225] = θύνω, Hes. Se. 156. 209.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. θύνω.

Greek (Liddell-Scott)

θῡνέω: θύνω, μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, σπεύδω, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, αὐτόθι 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, αὐτόθι 286.

Greek Monolingual

θυνέω (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ.
β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του θύνω].

Greek Monotonic

θῡνέω: = θύνω, μόνο στον παρατ., ορμώ, σπεύδω, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

θῡνέω: (только impf. ἐθύνεον) Hes. = θύνω.

Middle Liddell

θῡνέω, = θύνω only in imperf.]
to dart along, Hes.