δυσκατάστατος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. | |lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.
German (Pape)
[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
Greek Monolingual
δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
Greek Monotonic
δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάστατος: трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.).
Middle Liddell
δυσ-κατάστᾰτος, ον καθίστημι
hard to restore or rally, Xen.