δειροτομέω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[cortar el cuello]], [[degollar]], [[matar]] σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει <i>Il</i>.21.555, cf. <i>Od</i>.22.349, Nonn.<i>D</i>.37.48, [[δύω]] βόε δειροτομῆσαι <i>h.Merc</i>.405, cf. <i>Il</i>.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius <i>C.Par</i>.19.3.
|dgtxt=[[cortar el cuello]], [[degollar]], [[matar]] σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει <i>Il</i>.21.555, cf. <i>Od</i>.22.349, Nonn.<i>D</i>.37.48, [[δύω]] βόε δειροτομῆσαι <i>h.Merc</i>.405, cf. <i>Il</i>.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius <i>C.Par</i>.19.3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δειροτομήσω;<br />couper le cou, décapiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειροτομέω''': μέλλ. –ήσω, [[κόπτω]] τὸν λαιμόν τινος, [[ἀποκεφαλίζω]], σὺ δ’ [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.
|lstext='''δειροτομέω''': μέλλ. –ήσω, [[κόπτω]] τὸν λαιμόν τινος, [[ἀποκεφαλίζω]], σὺ δ’ [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δειροτομήσω;<br />couper le cou, décapiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειροτομέω Medium diacritics: δειροτομέω Low diacritics: δειροτομέω Capitals: ΔΕΙΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: deirotoméō Transliteration B: deirotomeō Transliteration C: deirotomeo Beta Code: deirotome/w

English (LSJ)

fut. -ήσω, cut the throat of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, cf. 555, Od.22.349.

Spanish (DGE)

cortar el cuello, degollar, matar σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει Il.21.555, cf. Od.22.349, Nonn.D.37.48, δύω βόε δειροτομῆσαι h.Merc.405, cf. Il.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius C.Par.19.3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δειροτομήσω;
couper le cou, décapiter, acc..
Étymologie: δειρή, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

δειροτομέω: μέλλ. –ήσω, κόπτω τὸν λαιμόν τινος, ἀποκεφαλίζω, σὺ δ’ ἄμφω δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.

English (Autenrieth)

(τέμνω): cut the throat, behead.

Greek Monotonic

δειροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), κόβω το λαιμό ενός ανθρώπου, αποκεφαλίζω, σὺδ' ἄμφω δειροτομήσεις, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δειροτομέω: перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειροτομέω [δέρη, τέμνω] iem. de hals doorsnijden, met acc.

Middle Liddell

τέμνω
to cut the throat of a person, behead, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Hom.