διαυλοδρόμος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[διαυλοδρόμης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαυλοδρόμος''': ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24. | |lstext='''διαυλοδρόμος''': ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαυλοδρόμος]] και [[διαυλοδρόμης]] και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο<br /><b>2.</b> (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην [[αυλή]]. | |mltxt=[[διαυλοδρόμος]] και [[διαυλοδρόμης]] και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο<br /><b>2.</b> (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην [[αυλή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
running the δίαυλος, IG 7.1772 (Thespiae), Liv. Ann. 3.146 (Thessaly); written διαυλαδρόμος CIG 2758 (Aphrodisias); metaph of the cock, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει interpol. in Artem. 4.22.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): διαυλαδ- IAphrodisias 3.52.4.11 (imper.)
corredor del doble estadio, ἀνήρ IG 7.1772.4 (Tespias II d.C.), IAphrodisias l.c., παῖς IG 5(1).19.8 (Laconia), IKyzikos 526.4 (II/III d.C.), TAM 5.1010.4 (Tiatira, imper.), Sch.Pi.P.10.22a, N.8.26
•fig. c. falsa etim. δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίνεται, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Artem.4.22.
German (Pape)
[Seite 609] im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. διαυλοδρόμης.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλοδρόμος: ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν δίαυλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Keil. Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 52· μεταφ, ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει Ἀρτεμίδ. 4. 24.
Greek Monolingual
διαυλοδρόμος και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο
2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή.