εὔκραιρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; [[ναῦς]], wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; [[ναῦς]], wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰκραιρος]];<br />ος, ον :<br />aux belles cornes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κραῖρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκραιρος''': Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, ([[κραῖρα]]) ἔχων ὡραῖα κέρατα, [[εὔκερως]]. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.
|lstext='''εὔκραιρος''': Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, ([[κραῖρα]]) ἔχων ὡραῖα κέρατα, [[εὔκερως]]. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰκραιρος]];<br />ος, ον :<br />aux belles cornes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κραῖρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκραιρος Medium diacritics: εὔκραιρος Low diacritics: εύκραιρος Capitals: ΕΥΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: eúkrairos Transliteration B: eukrairos Transliteration C: eykrairos Beta Code: eu)/krairos

English (LSJ)

Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα) A with fine horns, especially of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h.Merc.209; εὐκραίρῳ βοΐ A.Supp.300. 2 of ships, with beautiful beak, Opp.H.2.516, Tryph.213.

German (Pape)

[Seite 1076] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; ναῦς, wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰκραιρος;
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κραῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκραιρος: Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, ὡσαύτως, -α, -ον, (κραῖρα) ἔχων ὡραῖα κέρατα, εὔκερως. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.

Greek Monolingual

εὔκραιρος, -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ.
β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)
2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολοεὔκραιρος ναῦς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον, κεφαλή», λ. συγγενής προς το κέρας.

Greek Monotonic

εὔκραιρος: Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον (κραῖρα), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὔκραιρος: эп. ἐΰκραιρος 2 κραῖρα ἡ = κέρας украшенный красивыми рогами (βοῦς HH, Aesch.).

Middle Liddell

κραῖρα
with fine horns, especially of oxen, Hhymn.