βρωτικός: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0467.png Seite 467]] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0467.png Seite 467]] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> vorace;<br /><b>2</b> corrosif.<br />'''Étymologie:''' [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, [[ἀδηφάγος]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, [[ὀρεκτικός]], δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι). | |lstext='''βρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, [[ἀδηφάγος]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, [[ὀρεκτικός]], δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inclined to eat, voracious, Arist.GA745a29, PA682a17 (Comp.), Fr.231 (Sup.), Plu.2.352f (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν EM 485.17, Eust.966.4, etc. II promoting this inclination, δυνάμεις dub. l. in Chrysipp.Stoic.3.199 (ἐρωτικαί Coraes). III gnawing, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que consume, devorador, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
2 voraz (ζῷα) Arist.PA 682a17, cf. GA 745a29, Fr.231, Plu.2.635a, 352f.
II adv. -ῶς con hambre β. ἔχω estoy hambriento Eust.966.4.
German (Pape)
[Seite 467] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 vorace;
2 corrosif.
Étymologie: βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, ἀδηφάγος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, ὀρεκτικός, δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι).
Greek Monolingual
βρωτικός, -ή, -όν (Α) βρωτός
1. εκείνος που έχει την τάση να τρώει συχνά, αδηφάγος
2. ορεκτικός.
Russian (Dvoretsky)
βρωτικός: прожорливый Arph., Arst., Plut.