δυσμενέων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] οντος, [[feindlich gesinnt]], einzeln stehendes particip., verhält sich zu [[δυσμενής]] wie [[ὑπερμενέων]] zu [[ὑπερμενής]]. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 [[δυσμενέων]], 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] οντος, [[feindlich gesinnt]], einzeln stehendes particip., verhält sich zu [[δυσμενής]] wie [[ὑπερμενέων]] zu [[ὑπερμενής]]. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 [[δυσμενέων]], 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. prés. masc. de l'inusité</i> *δυσμενέω, <i>c.</i> [[δυσμεναίνω]] : mécontent, fâché.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμενέων''': μετοχικὸς [[τύπος]] ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, [[ἐχθρός]], Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες [[αὐτόθι]] 73, Υ. 314.
|lstext='''δυσμενέων''': μετοχικὸς [[τύπος]] ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, [[ἐχθρός]], Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες [[αὐτόθι]] 73, Υ. 314.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. prés. masc. de l'inusité</i> *δυσμενέω, <i>c.</i> [[δυσμεναίνω]] : mécontent, fâché.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμενέων Medium diacritics: δυσμενέων Low diacritics: δυσμενέων Capitals: ΔΥΣΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: dysmenéōn Transliteration B: dysmeneōn Transliteration C: dysmeneon Beta Code: dusmene/wn

English (LSJ)

participial form, only masc., bearing ill-will, hostile, Od.2.72; δυσμενέοντες ib.73, 20.314.

German (Pape)

[Seite 683] οντος, feindlich gesinnt, einzeln stehendes particip., verhält sich zu δυσμενής wie ὑπερμενέων zu ὑπερμενής. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 δυσμενέων, 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.

French (Bailly abrégé)

part. prés. masc. de l'inusité *δυσμενέω, c. δυσμεναίνω : mécontent, fâché.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμενέων: μετοχικὸς τύπος ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, ἐχθρός, Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες αὐτόθι 73, Υ. 314.

Greek Monotonic

δυσμενέων: μτχ. τύπος που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή διάθεση, εχθρικά διακείμενος, εχθρικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμενέων: 2, οντος Hom. = δυσμενής I.

Middle Liddell

[a participial form only in masc.]
bearing ill-will, hostile, Od. [from δυσμενής