καθιμάω: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] an einem Riemen, Seile hinablassen, Ar. Vesp. 396, vgl. 378; Ath. V, 214 a; τὸν τράχηλον καθιμήσας, vom Kranich, hinunterstecken, Babr. 94, 3; ἐς τὸ [[Καπετώλιον]] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D. Cass. 45, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] an einem Riemen, Seile hinablassen, Ar. Vesp. 396, vgl. 378; Ath. V, 214 a; τὸν τράχηλον καθιμήσας, vom Kranich, hinunterstecken, Babr. 94, 3; ἐς τὸ [[Καπετώλιον]] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D. Cass. 45, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire descendre au moyen d'une corde, acc.;<br /><b>2</b> faire descendre <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθιμάω''': ῑ, [[καταβιβάζω]] διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, [[ὅταν]] τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ [[φρέαρ]] διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· [[ἁπλῶς]], [[καταβιβάζω]], τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ [[ὀστοῦν]] ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».
|lstext='''καθιμάω''': ῑ, [[καταβιβάζω]] διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, [[ὅταν]] τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ [[φρέαρ]] διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· [[ἁπλῶς]], [[καταβιβάζω]], τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ [[ὀστοῦν]] ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire descendre au moyen d'une corde, acc.;<br /><b>2</b> faire descendre <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱμάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθῑμάω Medium diacritics: καθιμάω Low diacritics: καθιμάω Capitals: ΚΑΘΙΜΑΩ
Transliteration A: kathimáō Transliteration B: kathimaō Transliteration C: kathimao Beta Code: kaqima/w

English (LSJ)

let down by a rope, αὑτόν Ar.V.379, 396; κάδον Arist. Mech.857b4; τὸν τράχηλον… καθιμήσας, of the heron, Babr.94.3:— Pass., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D.C.45.2.

German (Pape)

[Seite 1286] an einem Riemen, Seile hinablassen, Ar. Vesp. 396, vgl. 378; Ath. V, 214 a; τὸν τράχηλον καθιμήσας, vom Kranich, hinunterstecken, Babr. 94, 3; ἐς τὸ Καπετώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D. Cass. 45, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire descendre au moyen d'une corde, acc.;
2 faire descendre en gén.
Étymologie: κατά, ἱμάω.

Greek (Liddell-Scott)

καθιμάω: ῑ, καταβιβάζω διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, ὅταν τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ φρέαρ διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· ἁπλῶς, καταβιβάζω, τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ ὀστοῦν ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».

Greek Monotonic

καθιμάω: [ῑ], μέλ. -ήσω, κατεβάζω κάτι με τη βοήθεια σχοινιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῑμάω: (преимущ. на веревке или ремне) опускать, спускать (κηλώνειον Arst.): κ. αὑτόν Arph. спускаться (на веревке или ремне).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιμάω [κατά, ἱμάω] aan een touw neerlaten.

Middle Liddell

fut. ήσω
to let down by a rope, Ar.