λευκόχρως: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui a la peau blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.
|lstext='''λευκόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.
}}
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui a la peau blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχρως Medium diacritics: λευκόχρως Low diacritics: λευκόχρως Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΩΣ
Transliteration A: leukóchrōs Transliteration B: leukochrōs Transliteration C: lefkochros Beta Code: leuko/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, white-skinned, colourless, Eub.35, Alex.98.18, Theoc.Ep.2.1, Arist.Phgn.808b4.

German (Pape)

[Seite 35] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
qui a la peau blanche.
Étymologie: λευκός, χρώς.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.

Greek Monolingual

λευκόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + χρώς «επιδερμίδα»].

Greek Monotonic

λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα, τρυφερός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόχρως: ωτος adj. с белой кожей Arst., Theocr.

Middle Liddell

λευκό-χρως, ωτος,
white-skinned, Theocr.