μελισσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; [[Σαλαμίς]], Eur. Troad. 794; Ios.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; [[Σαλαμίς]], Eur. Troad. 794; Ios.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit des abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσοτρόφος''': Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, [[Σαλαμὶς]] Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ [[χώρα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.
|lstext='''μελισσοτρόφος''': Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, [[Σαλαμὶς]] Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ [[χώρα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit des abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοτρόφος Medium diacritics: μελισσοτρόφος Low diacritics: μελισσοτρόφος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: melissotróphos Transliteration B: melissotrophos Transliteration C: melissotrofos Beta Code: melissotro/fos

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ον, feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

μελισσοτρόφος: Αττ. μελιττ-, -ον, αυτός που εκτρέφει μέλισσες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελισσοτρόφος: атт. μελιττοτρόφος ὁ питающий пчел (Σαλαμίς Eur.).

Middle Liddell

feeding bees, Eur.