κατατραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katatraumati/zw
|Beta Code=katatraumati/zw
|Definition=Ion. κατατρωματίζω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wound]], ἑαυτόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>14.1</span>, <span class="bibl">D.S.13.95</span>; opp. [[ἀποκτείνειν]], <span class="bibl">Plb.3.67.3</span>:—Pass., <span class="bibl">Hdt.7.212</span>, <span class="bibl">Th.7.8o</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of ships, [[disable]], [[cripple]], ib.<span class="bibl">41</span>, <span class="bibl">8.10</span>.</span>
|Definition=Ion. κατατρωματίζω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wound]], ἑαυτόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>14.1</span>, <span class="bibl">D.S.13.95</span>; opp. [[ἀποκτείνειν]], <span class="bibl">Plb.3.67.3</span>:—Pass., <span class="bibl">Hdt.7.212</span>, <span class="bibl">Th.7.8o</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of ships, [[disable]], [[cripple]], ib.<span class="bibl">41</span>, <span class="bibl">8.10</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d'avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατραυματίζω''': Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, [[καλύπτω]] διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, [[τίθημι]] ἐκτὸς μάχης, καιρίως [[βλάπτω]], Θουκ. 7. 41., 8. 10.
|lstext='''κατατραυματίζω''': Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, [[καλύπτω]] διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, [[τίθημι]] ἐκτὸς μάχης, καιρίως [[βλάπτω]], Θουκ. 7. 41., 8. 10.
}}
{{bailly
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d'avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατραυματίζω Medium diacritics: κατατραυματίζω Low diacritics: κατατραυματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatraumatízō Transliteration B: katatraumatizō Transliteration C: katatravmatizo Beta Code: katatraumati/zw

English (LSJ)

Ion. κατατρωματίζω, A wound, ἑαυτόν Arist.Ath.14.1, D.S.13.95; opp. ἀποκτείνειν, Plb.3.67.3:—Pass., Hdt.7.212, Th.7.8o, etc. II of ships, disable, cripple, ib.41, 8.10.

French (Bailly abrégé)

couvrir de blessures ou d'avaries.
Étymologie: κατά, τραυματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατραυματίζω: Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, καλύπτω διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, τίθημι ἐκτὸς μάχης, καιρίως βλάπτω, Θουκ. 7. 41., 8. 10.

Greek Monolingual

κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω)
(επιτ. τ. του τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον
αρχ.
1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης
2. παθ. κατατραυματίζομαι
υφίσταμαι φθορά, εξασθένηση.

Greek Monotonic

κατατραυματίζω: Ιων. -τρωματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, καλύπτω με τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, κατατρυπώ, αχρηστεύω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατατραυματίζω: ион. κατατρωματίζω
1) покрывать ранами, изранивать (τινά Polyb., Plut.); pass. получать раны (ἐν προσβολαῖς τῶν πολεμίων Thuc.; κατατετρωματίσθαι καὶ οὐκ οἵους ἔσεσθαι χεῖρας ἀνταείρασθαι Her.);
2) повреждать (τὰς πλείους τῶν νεῶν Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τραυματίζω, Ion. κατατρωματίζω verwonden, beschadigen.

Middle Liddell

ionic -τρωματίζω fut. attic ιῶ
to cover with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to disable utterly, cripple, Thuc.