κοινών: Difference between revisions
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ῶνος, ὁ, nur nom. u. acc. plur. zu [[κοινωνός]], Xen. Cyr. 7, 5, 35. 8, 1, 16. Vgl. oben die dor. Form [[κοινάν]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ῶνος, ὁ, nur nom. u. acc. plur. zu [[κοινωνός]], Xen. Cyr. 7, 5, 35. 8, 1, 16. Vgl. oben die dor. Form [[κοινάν]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κοινωνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινών''': -ῶνος, ὁ, Δωρ. [[κοινάν]], ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = [[κοινωνός]], [[ὅπερ]] πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. [[ξυνήων]]. | |lstext='''κοινών''': -ῶνος, ὁ, Δωρ. [[κοινάν]], ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = [[κοινωνός]], [[ὅπερ]] πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. [[ξυνήων]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, Dor., Arc.κοινάν, ᾶνος (q.v.), = κοινωνός, which is much more freq., X.Cyr.7.5.35, 8.1.16, 36, 40; of partners in a tax-farming syndicate, PRev.Laws 10.10, al. (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1469] ῶνος, ὁ, nur nom. u. acc. plur. zu κοινωνός, Xen. Cyr. 7, 5, 35. 8, 1, 16. Vgl. oben die dor. Form κοινάν.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
c. κοινωνός.
Greek (Liddell-Scott)
κοινών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. κοινάν, ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = κοινωνός, ὅπερ πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. ξυνήων.
Greek Monolingual
κοινών, -ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, -ᾱνος (Α)
1. κοινωνός
2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών].
Greek Monotonic
κοινών: -ῶνος, Δωρ. κοινάν, -ᾶνος, ὁ, = κοινωνός, σε Πίνδ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινών -ῶνος, ὁ [κοινός] Dor. dat. sing. κοινᾶνι, partner.
Russian (Dvoretsky)
κοινών: ῶνος ὁ (дор. dat. sing. κοινᾶνι) Xen., Pind. = κοινωνός II.