καταρραίνω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katarrai/nw | |Beta Code=katarrai/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[besprinkle]], οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>63</span>; βίβλους ζωμῷ <span class="bibl">D.S.34.1</span>: without dat., <span class="bibl">Ath.10.453a</span>:—Pass. (pf. part. [[καταρερασμένος]]), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake, κατέρρανται στιγμαῖς <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>23.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sprinkle]], ὕδωρ <span class="title">Gp.</span>2.32.1 (Pass.):— Pass., <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.55</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[besprinkle]], οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>63</span>; βίβλους ζωμῷ <span class="bibl">D.S.34.1</span>: without dat., <span class="bibl">Ath.10.453a</span>:—Pass. (pf. part. [[καταρερασμένος]]), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake, κατέρρανται στιγμαῖς <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>23.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sprinkle]], ὕδωρ <span class="title">Gp.</span>2.32.1 (Pass.):— Pass., <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.55</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=arroser ; <i>Pass.</i> être arrosé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρραίνω''': ἀόρ. κατέρρανα, [[καταρραντίζω]], [[καταχέω]] ὑγρόν τι [[ἠρέμα]] καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ [[ἔλαιον]] καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν [[ὕδωρ]] Γεωπ. 2. 32, 1. | |lstext='''καταρραίνω''': ἀόρ. κατέρρανα, [[καταρραντίζω]], [[καταχέω]] ὑγρόν τι [[ἠρέμα]] καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ [[ἔλαιον]] καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν [[ὕδωρ]] Γεωπ. 2. 32, 1. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 22:05, 1 October 2022
English (LSJ)
A besprinkle, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hp.Art.63; βίβλους ζωμῷ D.S.34.1: without dat., Ath.10.453a:—Pass. (pf. part. καταρερασμένος), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake, κατέρρανται στιγμαῖς Philum.Ven.23.1. II sprinkle, ὕδωρ Gp.2.32.1 (Pass.):— Pass., S.E.P.1.55.
French (Bailly abrégé)
arroser ; Pass. être arrosé de, τινι.
Étymologie: κατά, ῥαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταρραίνω: ἀόρ. κατέρρανα, καταρραντίζω, καταχέω ὑγρόν τι ἠρέμα καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν ὕδωρ Γεωπ. 2. 32, 1.
Spanish
Greek Monolingual
καταρραίνω (AM)
ραντίζω με υγρό, ρίχνω υγρό για ράντισμα («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥαίνω «ραντίζω, ποτίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρραίνω [κατά, ῥαίνω] besprenkelen.
Russian (Dvoretsky)
καταρραίνω: струить, поливать: τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Sext. налитое масло; ἐλοίῳ καταρραινόμενος Plut. политый маслом.