καταστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1381.png Seite 1381]] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. [[εὐτρεπιστής]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1381.png Seite 1381]] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. [[εὐτρεπιστής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui rétablit, qui restaure.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[θεμελιωτής]], ἱδρυτής, [[ἐπανορθωτής]], κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30. | |lstext='''καταστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[θεμελιωτής]], ἱδρυτής, [[ἐπανορθωτής]], κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A establisher, restorer, δόμων S.El.72. 2 in dual, καταστάτω (Elean), as official title, Schwyzer 418.13 (Olympia).
German (Pape)
[Seite 1381] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. εὐτρεπιστής.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui rétablit, qui restaure.
Étymologie: καθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
καταστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ θεμελιωτής, ἱδρυτής, ἐπανορθωτής, κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
Greek Monolingual
καταστάτης, ὁ (Α) καθίστημι
αυτός που επανορθώνει.
Greek Monotonic
καταστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (καθίστημι), ιδρυτής, θεμελιωτής, επανορθωτής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταστάτης: ου (στᾰ) ὁ восстановитель или устроитель (δόμων Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστάτης -ου, ὁ [καθίστημι] stichter.