καταστάτης: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1381.png Seite 1381]] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. [[εὐτρεπιστής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1381.png Seite 1381]] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. [[εὐτρεπιστής]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui rétablit, qui restaure.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[θεμελιωτής]], ἱδρυτής, [[ἐπανορθωτής]], κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
|lstext='''καταστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[θεμελιωτής]], ἱδρυτής, [[ἐπανορθωτής]], κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui rétablit, qui restaure.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστάτης Medium diacritics: καταστάτης Low diacritics: καταστάτης Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: katastátēs Transliteration B: katastatēs Transliteration C: katastatis Beta Code: katasta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A establisher, restorer, δόμων S.El.72. 2 in dual, καταστάτω (Elean), as official title, Schwyzer 418.13 (Olympia).

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. εὐτρεπιστής.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui rétablit, qui restaure.
Étymologie: καθίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

καταστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ θεμελιωτής, ἱδρυτής, ἐπανορθωτής, κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.

Greek Monolingual

καταστάτης, ὁ (Α) καθίστημι
αυτός που επανορθώνει.

Greek Monotonic

καταστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (καθίστημι), ιδρυτής, θεμελιωτής, επανορθωτής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταστάτης: ου (στᾰ) ὁ восстановитель или устроитель (δόμων Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστάτης -ου, ὁ [καθίστημι] stichter.

Middle Liddell

κᾰταστάτης, ου, καθίστημι
an establisher, restorer, Soph.