ξυλήφιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] τό, dim. von [[ξύλον]], Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] τό, dim. von [[ξύλον]], Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], [[ἅπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλήφιον''': τό, ὑποκορ., τοῦ [[ξύλον]], [[τεμάχιον]] ξύλου, «ξυλάκι», [[ῥάβδος]], Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76· - τὴν λέξιν ταύτην [[συχνάκις]] μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, [[ξυλύφιον]], [[ξυλήριον]].
|lstext='''ξῠλήφιον''': τό, ὑποκορ., τοῦ [[ξύλον]], [[τεμάχιον]] ξύλου, «ξυλάκι», [[ῥάβδος]], Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76· - τὴν λέξιν ταύτην [[συχνάκις]] μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, [[ξυλύφιον]], [[ξυλήριον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], [[ἅπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλήφιον Medium diacritics: ξυλήφιον Low diacritics: ξυλήφιον Capitals: ΞΥΛΗΦΙΟΝ
Transliteration A: xylḗphion Transliteration B: xylēphion Transliteration C: ksylifion Beta Code: culh/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of ξύλον, piece of wood, stick, Hp.Steril.230, Alex.98.24, Plb.6.34.9, D.S.4.76:—misspelt ξυλίφιον D.S.l.c. (v.l.), Thom.Mag.p.253 R.; ξυλύφιον v.l. in Suid. s.vv. Διοκλῆς, ὀξύβαφον; ξυλήριον EM611.23.

German (Pape)

[Seite 281] τό, dim. von ξύλον, Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de bois.
Étymologie: ξύλον, ἅπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλήφιον: τό, ὑποκορ., τοῦ ξύλον, τεμάχιον ξύλου, «ξυλάκι», ῥάβδος, Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76· - τὴν λέξιν ταύτην συχνάκις μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, ξυλύφιον, ξυλήριον.

Greek Monolingual

ξυλήφιον, τὸ (ΑΜ, Μ και ξυλάφιον)
μικρό τεμάχιο ξύλου, ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. -άφιον / -ήφιον (πρβλ. ξυρ-άφιον)].

Greek Monotonic

ξῠλήφιον: τό, υποκορ. του ξύλον, κομμάτι ξύλου, ξυλάκι, ξυλαράκι, ραβδάκι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλήφιον: τό кусочек дерева, щепка Polyb., Diod.

Middle Liddell

ξῠλήφιον, ου, τό, [Dim. of ξύλον
a piece of wood, a stick, Polyb.