μισθοφορία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] ἡ, das Lohndavontragen, Dienst für Sold, D. Sic. 16, 61 u. Sp.; = [[μισθοφορά]], Plat. Gorg. 515 e; ὁπόσαι εἰσὶν ἀρχαὶ μισθοφορίας [[ἕνεκα]], Xen. Ath. 1, 3, besoldete Aemter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] ἡ, das Lohndavontragen, Dienst für Sold, D. Sic. 16, 61 u. Sp.; = [[μισθοφορά]], Plat. Gorg. 515 e; ὁπόσαι εἰσὶν ἀρχαὶ μισθοφορίας [[ἕνεκα]], Xen. Ath. 1, 3, besoldete Aemter.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> service à gages, fonction salariée;<br /><b>2</b> revenu, rente.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοφορία''': ἡ, ἡ ἐπὶ μισθῷ [[ὑπηρεσία]], στρατιωτικὴ [[ὑπηρεσία]] ἐπὶ μισθῷ, Δημ. 1199. 4, Διόδ. 16. 61 ΙΙ. [[συχνάκις]] συγχεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων μετὰ τοῦ [[μισθοφορά]], ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 3 Schneid. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 43.
|lstext='''μισθοφορία''': ἡ, ἡ ἐπὶ μισθῷ [[ὑπηρεσία]], στρατιωτικὴ [[ὑπηρεσία]] ἐπὶ μισθῷ, Δημ. 1199. 4, Διόδ. 16. 61 ΙΙ. [[συχνάκις]] συγχεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων μετὰ τοῦ [[μισθοφορά]], ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 3 Schneid. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 43.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> service à gages, fonction salariée;<br /><b>2</b> revenu, rente.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορία Medium diacritics: μισθοφορία Low diacritics: μισθοφορία Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: misthophoría Transliteration B: misthophoria Transliteration C: misthoforia Beta Code: misqofori/a

English (LSJ)

ἡ, A service for wages, service as a mercenary, D.49.49, D.S.16.61. II = μισθοφορά, IG22.145.9 (iv B.C.), Pl.Grg.515e (s. v.l.), v.l. in X.An.7.1.3.

German (Pape)

[Seite 191] ἡ, das Lohndavontragen, Dienst für Sold, D. Sic. 16, 61 u. Sp.; = μισθοφορά, Plat. Gorg. 515 e; ὁπόσαι εἰσὶν ἀρχαὶ μισθοφορίας ἕνεκα, Xen. Ath. 1, 3, besoldete Aemter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service à gages, fonction salariée;
2 revenu, rente.
Étymologie: μισθοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορία: ἡ, ἡ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, στρατιωτικὴ ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, Δημ. 1199. 4, Διόδ. 16. 61 ΙΙ. συχνάκις συγχεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων μετὰ τοῦ μισθοφορά, ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 3 Schneid. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 43.

Greek Monolingual

μισθοφορία, ἡ (Α) μισθοφόρος
1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία
2. μισθοφοράἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μισθοφορία: ἡ, υπηρεσία κάποιου ως μισθοφόρου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφορία:
1) получение жалованья, служба по найму Dem., Diod.;
2) жалованье, плата (τοῖς στρατιώταις Xen.).

Middle Liddell

μισθοφορία, ἡ,
service as a mercenary, Dem.