μαχλοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=maxlosu/nh
|Beta Code=maxlosu/nh
|Definition=ἡ, [[lewdness]], [[lust]], of Paris, <span class="bibl">Il.24.30</span> (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>28</span>, <span class="bibl">Hdt.4.154</span>, Adam.1.10, <span class="title">AP</span>5.301.10 (Agath.).
|Definition=ἡ, [[lewdness]], [[lust]], of Paris, <span class="bibl">Il.24.30</span> (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>28</span>, <span class="bibl">Hdt.4.154</span>, Adam.1.10, <span class="title">AP</span>5.301.10 (Agath.).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />lubricité, impudicité.<br />'''Étymologie:''' [[μάχλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαχλοσύνη''': [[αἰσχρότης]], [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], [[λαγνεία]] ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 ([[ἔνθα]] ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε [[μάχλος]]), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.
|lstext='''μαχλοσύνη''': [[αἰσχρότης]], [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], [[λαγνεία]] ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 ([[ἔνθα]] ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε [[μάχλος]]), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />lubricité, impudicité.<br />'''Étymologie:''' [[μάχλος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαχλοσύνη Medium diacritics: μαχλοσύνη Low diacritics: μαχλοσύνη Capitals: ΜΑΧΛΟΣΥΝΗ
Transliteration A: machlosýnē Transliteration B: machlosynē Transliteration C: machlosyni Beta Code: maxlosu/nh

English (LSJ)

ἡ, lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lubricité, impudicité.
Étymologie: μάχλος.

Greek (Liddell-Scott)

μαχλοσύνη: αἰσχρότης, ἀκολασία, ἀσέλγεια, λαγνεία ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 (ἔνθα ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε μάχλος), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.

English (Autenrieth)

(μάχλος): lust, indulgence, Il. 24.30†.

Greek Monolingual

μαχλοσύνη, ἡ (Α) μάχλος
(ειδικά για τον Πάρη) αισχρότητα, ακολασία, ασέλγεια, λαγνεία («τὴν δ' ἤνησ', ἣ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μαχλοσύνη: ἡ, λαγνεία, πόθος, ακολασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μαχλοσύνη: (ῠ) ἡ похотливость, распущенность Hom. etc.

Middle Liddell

μαχλοσύνη, ἡ, [from μάχλος
lewdness, lust, wantonness, Il., Hdt.