πήλινος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de boue <i>ou</i> d'argile;<br /><b>2</b> fait en torchis.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πήλῐνος''': -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη [[θήκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24. | |lstext='''πήλῐνος''': -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη [[θήκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:41, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον D.Chr.31.152: (πηλός):—of clay, ἀνδριὰς π. Arist.Metaph.1035a32; οἱ π. clay figures, D.4.26; τοῖχοι π. Plu. Dem.11; π. εἰκόνες D.Chr. l. c.; π. βωμός Com.Adesp.341; π. ὀξύ pointed nest of clay, built by the mason-bee, Arist.HA555a14; π. ἔργα PPetr.3p.143 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 610] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de boue ou d'argile;
2 fait en torchis.
Étymologie: πηλός.
Greek (Liddell-Scott)
πήλῐνος: -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο / πήλινος, -ίνη, -ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ πηλός
κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ.
γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι
οι πήλινοι ανδριάντες
2. φρ. «πήλινον ὀξύ» — φωλιά από λάσπη που καταλήγει σε κωνική στέγη, φτιαγμένη από αγριομέλισσες ή άλλα έντομα.
Greek Monotonic
πήλινος: -η, -ον (πηλός), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, Λατ. fictilis, οἱ πήλινοι, οι πήλινες κατασκευές, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πήλῐνος: II ὁ глиняная фигура Dem.
глиняный (ἀνδριάς Arst.; ἔργα Luc.; στεγάσματα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήλινος -η -ον [πηλός] van klei.
Middle Liddell
πήλινος, η, ον πηλός
of clay, Lat. fictilis, οἱ πήλινοι clay figures, Dem.