παρείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />introduit furtivement, intrus.<br />'''Étymologie:''' [[παρεισάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρείσακτος''': -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.
|lstext='''παρείσακτος''': -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />introduit furtivement, intrus.<br />'''Étymologie:''' [[παρεισάγω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρείσακτος Medium diacritics: παρείσακτος Low diacritics: παρείσακτος Capitals: ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: pareísaktos Transliteration B: pareisaktos Transliteration C: pareisaktos Beta Code: parei/saktos

English (LSJ)

ον, introduced privily, Ep.Gal.2.4: nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.

German (Pape)

[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
introduit furtivement, intrus.
Étymologie: παρεισάγω.

Greek (Liddell-Scott)

παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.

English (Strong)

from παρεισάγω; smuggled in: unawares brought in.

English (Thayer)

παρεισακτον (παρεισάγω), secretly or surreptitiously brought in; (A. V. privily brought in); one who has stolen in (Vulg. subintroductus): Galatians 2:4; cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 181f.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρείσακτος, -ον, ΝΜΑ παρεισάγω
αυτός που έχει εισαχθεί κρυφά κάπου, που έχει εισέλθει κάπου απρόσκλητος ή χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα.

Greek Monotonic

παρείσακτος: -ον, αυτός που εισάγεται κρυφά, που παρουσιάζεται μυστικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παρείσακτος: вкравшийся (ψευδάδελφοι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρείσακτος -ον [παρεισάγω] binnengeslopen.

Middle Liddell

παρείσακτος, ον, [from παρεισάγω
introduced privily, NTest.

Chinese

原文音譯:pare⋯saktoj 爬而-誒士-阿克拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在旁-進入-帶領了
字義溯源:私運進來的,私自引進來的,偷著引進來;源自(παρεισάγω)=從旁引進);由(παρά)*=旁)與(εἰσάγω)=引入)組成;而 (εἰσάγω)又由(εἰς)*=到)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 私下引進來的(1) 加2:4