πλάγος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=pla/gos
|Beta Code=pla/gos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, [[side]], Dor. word, <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.66.
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, [[side]], Dor. word, <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.66.
}}
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />côté.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάγος''': τό, τὸ πλάγιον [[μέρος]], ἀρχαία Δωρ. [[λέξις]], ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ [[πλάγιος]] Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
|lstext='''πλάγος''': τό, τὸ πλάγιον [[μέρος]], ἀρχαία Δωρ. [[λέξις]], ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ [[πλάγιος]] Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
}}
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />côté.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγος Medium diacritics: πλάγος Low diacritics: πλάγος Capitals: ΠΛΑΓΟΣ
Transliteration A: plágos Transliteration B: plagos Transliteration C: plagos Beta Code: pla/gos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.

Greek Monotonic

πλάγος: τό, πλευρά, αρχ. Δωρ. λέξη.

Middle Liddell

πλάγος, εος, τό,
the side, old doric word.