περιτρομέω: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] = [[περιτρέμω]], Qu. Sm. 3, 182. – Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, alles Fleisch zitterte rings an den Gliedern, Od. 18, 77. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] = [[περιτρέμω]], Qu. Sm. 3, 182. – Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, alles Fleisch zitterte rings an den Gliedern, Od. 18, 77. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> περιτρέμω;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιτρομέομαι]], [[περιτρομοῦμαι]] (<i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> περιτρομέοντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιτρομέω''': [[περιτρέμω]], Κόϊντ. Σμ. 3.182, 364. ― Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, αἱ σάρκες [[αὐτοῦ]] ἔτρεμον περὶ τὰ [[μέλη]] του, Ὀδλ. Σ. 77· ― μετ’ αἰτ., Κόϊντ. Σμ. 3.182. | |lstext='''περιτρομέω''': [[περιτρέμω]], Κόϊντ. Σμ. 3.182, 364. ― Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, αἱ σάρκες [[αὐτοῦ]] ἔτρεμον περὶ τὰ [[μέλη]] του, Ὀδλ. Σ. 77· ― μετ’ αἰτ., Κόϊντ. Σμ. 3.182. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:15, 2 October 2022
English (LSJ)
tremble, Q.S.13.184,al.: c. acc., tremble at, θῆρα, ὁμοκλήν, Id.3.182,364: c. gen., tremble by reason of, ὑετοῖο, ὠδίνων, Arat.861, Opp.H.4.194: c. dat., tremble for, ib.1.293,4.202:—Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.18.77: abs., Q.S.1.477.
German (Pape)
[Seite 597] = περιτρέμω, Qu. Sm. 3, 182. – Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, alles Fleisch zitterte rings an den Gliedern, Od. 18, 77.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. περιτρέμω;
Moy. περιτρομέομαι, περιτρομοῦμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. περιτρομέοντο) m. sign.
Étymologie: περί, τρόμος.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρομέω: περιτρέμω, Κόϊντ. Σμ. 3.182, 364. ― Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, αἱ σάρκες αὐτοῦ ἔτρεμον περὶ τὰ μέλη του, Ὀδλ. Σ. 77· ― μετ’ αἰτ., Κόϊντ. Σμ. 3.182.
Greek Monotonic
περιτρομέω: = περιτρέμω — Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, οι σάρκες του έτρεμαν πάνω στα μέλη του, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτρομέω [περί, τρέμω] ep. imperf. 3. plur. περιτρομέοντο, meestal med. trillen van angst.
Middle Liddell
= περιτρέμω
Mid., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.