προηγεμών: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0722.png Seite 722]] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ [[ἔξαρχος]] Dem. 18, 260. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0722.png Seite 722]] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ [[ἔξαρχος]] Dem. 18, 260. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ὁ) :<br />conducteur, chef.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγεμών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προηγεμών''': -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς [[ὁδηγός]], Δημ. 313. 27. | |lstext='''προηγεμών''': -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς [[ὁδηγός]], Δημ. 313. 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:30, 2 October 2022
English (LSJ)
όνος, ὁ, A one who goes before as a guide, Alciphr.3.36. II instructor in the mysteries, D.18.260.
German (Pape)
[Seite 722] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: πρό, ἡγεμών.
Greek (Liddell-Scott)
προηγεμών: -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς ὁδηγός, Δημ. 313. 27.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, Α
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που εισάγει στα μυστήρια.
Greek Monotonic
προηγεμών: -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως αρχηγός, ηγέτης, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).
Russian (Dvoretsky)
προηγεμών: όνος ὁ предводитель (ἔξαρχος καὶ π. Dem.).
Middle Liddell
προ-ηγεμών, όνος, ὁ,
one who leads as a guide, Dem.