σηραγγώδης: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σηραγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, [[σπογγώδης]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon. | |lstext='''σηραγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, [[σπογγώδης]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:52, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, A full of holes or full of caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53. 2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.
German (Pape)
[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.
Greek (Liddell-Scott)
σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.
Greek Monolingual
-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).
Russian (Dvoretsky)
σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.