στημορραγέω: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sthmorrage/w
|Beta Code=sthmorrage/w
|Definition=(ῥήγνυμι) intr., to [[be torn to shreds]], λακίδες σ. ἐσθημάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>836</span>.
|Definition=(ῥήγνυμι) intr., to [[be torn to shreds]], λακίδες σ. ἐσθημάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>836</span>.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se rompre, éclater <i>en parl. de la trame d'une étoffe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στήμων]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στημορρᾰγέω''': (√ΡΑΓ, [[ῥήγνυμι]]) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
|lstext='''στημορρᾰγέω''': (√ΡΑΓ, [[ῥήγνυμι]]) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se rompre, éclater <i>en parl. de la trame d'une étoffe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στήμων]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημορρᾰγέω Medium diacritics: στημορραγέω Low diacritics: στημορραγέω Capitals: ΣΤΗΜΟΡΡΑΓΕΩ
Transliteration A: stēmorragéō Transliteration B: stēmorrageō Transliteration C: stimorrageo Beta Code: sthmorrage/w

English (LSJ)

(ῥήγνυμι) intr., to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d'une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.

Greek Monotonic

στημορρᾰγέω: αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

στημορρᾰγέω: разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.

Middle Liddell

στημορ-ρᾰγέω,
intr. to be torn to shreds, Aesch.