σκίασμα: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] τό, die Beschattung, Plut. Aem. P. 17; die Schattirung, εἰκόνος, Callistrat. stat. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] τό, die Beschattung, Plut. Aem. P. 17; die Schattirung, εἰκόνος, Callistrat. stat. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ombre projetée.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίασμα''': τό, ([[σκιάζω]]) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, [[πρᾶγμα]] ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[προκάλυμμα]], [[σκέπη]], = [[σκιάδειον]], Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.
|lstext='''σκίασμα''': τό, ([[σκιάζω]]) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, [[πρᾶγμα]] ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[προκάλυμμα]], [[σκέπη]], = [[σκιάδειον]], Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ombre projetée.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐασμα Medium diacritics: σκίασμα Low diacritics: σκίασμα Capitals: ΣΚΙΑΣΜΑ
Transliteration A: skíasma Transliteration B: skiasma Transliteration C: skiasma Beta Code: ski/asma

English (LSJ)

ατος, τό, A shadow cast, τῆς γῆς, of eclipses, Gem.11.1, D.S.2.31, Placit.2.29.6, Vett.Val. 343.18. 2 reflected image, shadow in water, Callistr.Stat.

German (Pape)

[Seite 898] τό, die Beschattung, Plut. Aem. P. 17; die Schattirung, εἰκόνος, Callistrat. stat. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ombre projetée.
Étymologie: σκιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

σκίασμα: τό, (σκιάζω) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, πρᾶγμα ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― καθόλου, προκάλυμμα, σκέπη, = σκιάδειον, Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σκιάζω (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (Ι)
2. καθετί που κάνει σκιά
νεοελλ.
1. σκιαγράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο
2. (ζωγρ.) απόδοση τών εναλλαγών φωτός και σκιάς, ώστε το εικονιζόμενο αντικείμενο να παρασταθεί ανάγλυφα
μσν.
1. προστασία, προφύλαξη
2. καταφύγιο, σκέπη
αρχ.
ανάκλαση εικόνας στο νερό.

Russian (Dvoretsky)

σκίασμα: ατος τό тень: τὸ σκίασμα τῆς γῆς Diod., Plut. отбрасываемая землею тень.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίασμα -ατος, τό [σκιάζω] schaduw:. τῆς γῆς van de aarde Plut. Aem. 17.5.