συμφιλονεικέω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler à une querelle;<br /><b>2</b> prendre parti pour qqn, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φιλονεικέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφῐλονεικέω''': [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.
|lstext='''συμφῐλονεικέω''': [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler à une querelle;<br /><b>2</b> prendre parti pour qqn, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φιλονεικέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:10, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 992] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se mêler à une querelle;
2 prendre parti pour qqn, τινι.
Étymologie: σύν, φιλονεικέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῐλονεικέω: λαμβάνω μέρος εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, λαμβάνω τὸ μέρος τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.

Russian (Dvoretsky)

συμφῐλονεικέω: принимать участие в споре, вмешиваться в спор Plut.: οὐδὲν σ. οὔτε Σωκράτει, οὔτε Προταγόρᾳ Plat. не присоединяться в споре ни к Сократу, ни к Протагору.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to take part in a dispute with, side with, τινί Plat., etc.
2. absol. to join in a disputation, Plut.