τεσσαράβοιος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du prix de quatre bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βοῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεσσᾰράβοιος''': -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.
|lstext='''τεσσᾰράβοιος''': -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du prix de quatre bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βοῦς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 09:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰράβοιος Medium diacritics: τεσσαράβοιος Low diacritics: τεσσαράβοιος Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: tessaráboios Transliteration B: tessaraboios Transliteration C: tessaravoios Beta Code: tessara/boios

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, worth four steers, Il.23.705.

German (Pape)

[Seite 1095] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du prix de quatre bœufs.
Étymologie: τέσσαρες, βοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰράβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.

English (Autenrieth)

(βοῦς): worth four cattle, Il. 23.705†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει αξία τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α + -βοιος (< βοῦς, -οός, πρβλ. μυριό-βοιος].

Greek Monotonic

τεσσᾰράβοιος: -ον (ρᾰ, βοῦς), αυτός που αξίζει τέσσερα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰράβοιος: оцененный в четыре быка (γυνή Hom.).

Middle Liddell

τεσσᾰρά-βοιος, ον, βοῦς
worth four steers, Il.