Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραγλώχις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tetraglw/xis
|Beta Code=tetraglw/xis
|Definition=-ινος, ὁ, ἡ, [[with four angles]], [[square]], καὶ σὺ -γλώχιν… [[Μαιάδος]] [[Ἑρμᾶ]] ''AP'' 6.334 (Leon.).
|Definition=-ινος, ὁ, ἡ, [[with four angles]], [[square]], καὶ σὺ -γλώχιν… [[Μαιάδος]] [[Ἑρμᾶ]] ''AP'' 6.334 (Leon.).
}}
{{bailly
|btext=ινος (ὁ, ἡ)<br />à quatre pointes ; quadrangulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[γλωχίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετραγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, [[τετράγωνος]], Ἀνθ. Π. 6. 334.
|lstext='''τετραγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, [[τετράγωνος]], Ἀνθ. Π. 6. 334.
}}
{{bailly
|btext=ινος (ὁ, ἡ)<br />à quatre pointes ; quadrangulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[γλωχίς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραγλώχις Medium diacritics: τετραγλώχις Low diacritics: τετραγλώχις Capitals: ΤΕΤΡΑΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: tetraglṓchis Transliteration B: tetraglōchis Transliteration C: tetraglochis Beta Code: tetraglw/xis

English (LSJ)

-ινος, ὁ, ἡ, with four angles, square, καὶ σὺ -γλώχιν… Μαιάδος Ἑρμᾶ AP 6.334 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
à quatre pointes ; quadrangulaire.
Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.

Greek (Liddell-Scott)

τετραγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.

Greek Monolingual

-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι-γλώχις].

Greek Monotonic

τετραγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τέσσερις γωνίες, τετράγωνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετραγλώχῑς: ῑνος adj. четырехконечный, т. е. четырехгранной формы (Ἑρμῆς Anth.).

Middle Liddell

τετρα-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,
with four angles, square, Anth.