τιμοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τιμοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[τιμάοχος]]). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]], Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, [[αὐτόθι]] 2162.
|lstext='''τιμοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[τιμάοχος]]). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]], Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, [[αὐτόθι]] 2162.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. [[τιμῶχος]] και [[τιμάοχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> [[τυμβοῦχος]]].
|mltxt=και αιολ. τ. [[τιμῶχος]] και [[τιμάοχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> [[τυμβοῦχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμουχος Medium diacritics: τιμοῦχος Low diacritics: τιμούχος Capitals: ΤΙΜΟΥΧΟΣ
Transliteration A: timoûchos Transliteration B: timouchos Transliteration C: timoychos Beta Code: ti/mouxos

English (LSJ)

(properisp.), ον, (ἔχω)
A having honour, h.Ven.31, h.Cer.268 (in form τιμάοχος).
II timouchos, the name of a magistrate in certain Greek cities, as Massilia, Str.4.1.5; Naucratis, Herm.Hist.2; Teos, SIG578.60 (ii B.C.); Lebedos, prob. in BCH52.165; Messene, Ael.Fr.39; applied to a woman, IG12(8).526 (Thasos): prob. title of officials of the Ἑλλήνιον at Memphis, Wilcken Chr.30 i 16 (iii/ii B.C.):—Aeol. τιμῶχος Schwyzer631 A 2 (Methymna (found at Miletus), ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1116] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).
Étymologie: τιμή, ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

τιμοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ τιμάοχος). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, αὐτόθι 2162.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές
2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. τυμβοῦχος].