τρώγλη: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trw/glh
|Beta Code=trw/glh
|Definition=(also [[τρῶγλα]], <span class="title">Gloss.</span>), ἡ, ([[τρώγω]]) [[hole formed by gnawing]], esp. [[a mouse's hole]], <span class="bibl">Batr.52</span>, <span class="bibl">Babr.31.17</span>: generally, [[hole]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>552b28</span>, al.; of a [[serpent]], <span class="bibl">Herod.4.90</span>: pl., [[cave]]s, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>14.11</span>; [[hole]]s ([[gnaw]]ed) in [[clothes]], <span class="bibl">Batr.184</span>; of [[canal]]s in the [[flesh]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Carn.</span>9</span>.
|Definition=(also [[τρῶγλα]], <span class="title">Gloss.</span>), ἡ, ([[τρώγω]]) [[hole formed by gnawing]], esp. [[a mouse's hole]], <span class="bibl">Batr.52</span>, <span class="bibl">Babr.31.17</span>: generally, [[hole]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>552b28</span>, al.; of a [[serpent]], <span class="bibl">Herod.4.90</span>: pl., [[cave]]s, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>14.11</span>; [[hole]]s ([[gnaw]]ed) in [[clothes]], <span class="bibl">Batr.184</span>; of [[canal]]s in the [[flesh]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Carn.</span>9</span>.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />trou fait par un animal rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρώγλη''': ἡ, ([[τρώγω]]) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον [[μέρος]] τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, [[κυρίως]] [[τρῦπα]] μυός, «ποντικότρυπα», [[ἀλλά]] καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· [[καθόλου]], πᾶσα ὀπή, [[κοιλότης]], «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· [[τρῦπα]] εἰς [[ἔνδυμα]] ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.
|lstext='''τρώγλη''': ἡ, ([[τρώγω]]) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον [[μέρος]] τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, [[κυρίως]] [[τρῦπα]] μυός, «ποντικότρυπα», [[ἀλλά]] καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· [[καθόλου]], πᾶσα ὀπή, [[κοιλότης]], «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· [[τρῦπα]] εἰς [[ἔνδυμα]] ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />trou fait par un animal rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώγλη Medium diacritics: τρώγλη Low diacritics: τρώγλη Capitals: ΤΡΩΓΛΗ
Transliteration A: trṓglē Transliteration B: trōglē Transliteration C: trogli Beta Code: trw/glh

English (LSJ)

(also τρῶγλα, Gloss.), ἡ, (τρώγω) hole formed by gnawing, esp. a mouse's hole, Batr.52, Babr.31.17: generally, hole, Arist. HA552b28, al.; of a serpent, Herod.4.90: pl., caves, LXX 1 Ki.14.11; holes (gnawed) in clothes, Batr.184; of canals in the flesh, Hp. Carn.9.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
trou fait par un animal rongeur.
Étymologie: τρώγω.

Greek (Liddell-Scott)

τρώγλη: ἡ, (τρώγω) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον μέρος τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, κυρίως τρῦπα μυός, «ποντικότρυπα», ἀλλά καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· καθόλου, πᾶσα ὀπή, κοιλότης, «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· τρῦπα εἰς ἔνδυμα ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α
1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά
2. φωλιά ζώου
νεοελλ.
μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη»)
αρχ.
1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα
2. οπή σε ένδυμα που γίνεται από ποντίκι
3. στον πληθ. αἱ τρῶγλαι
πόροι επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ- του τρώγω + επίθημα -λη (πρβλ. ου-λή, στή-λη)].

Greek Monotonic

τρώγλη: ἡ (τρώγω), τρύπα που δημιουργείται από διάβρωση, τρύπα της φωλιάς ποντικιού, σε Βατραχομ., σε Βάβρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρώγλη -ης, ἡ [τρώγω] hol, gat.

Russian (Dvoretsky)

τρώγλη:τρώγω отверстие, дыра Batr., Arst., Anth.

Middle Liddell

τρώγλη, ἡ, τρώγω
a hole formed by gnawing, a mouse's hole, Batr., Babr.