φιλομεμφής: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui aime à faire des reproches, grondeur.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μέμφομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλομεμφής''': -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ -έστατος. | |lstext='''φῐλομεμφής''': -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ -έστατος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:29, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, fond of finding fault, censorious, Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.Comp.Cim.Luc.1.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à faire des reproches, grondeur.
Étymologie: φίλος, μέμφομαι.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομεμφής: -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ -έστατος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμο-μεμφής].
Russian (Dvoretsky)
φιλομεμφής: (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.