φυκτός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] bloß poet. adj. verb. von [[φεύγω]], dem man entfliehen kann, vermeidlich, [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] bloß poet. adj. verb. von [[φεύγω]], dem man entfliehen kann, vermeidlich, [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φεύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυκτός''': -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[φευκτός]], ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489. | |lstext='''φυκτός''': -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[φευκτός]], ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, older and poet. form of φευκτός, to be shunned or escaped, avoidable, οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται Il.16.128, cf. Od.8.299, 14.489.
German (Pape)
[Seite 1313] bloß poet. adj. verb. von φεύγω, dem man entfliehen kann, vermeidlich, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
φυκτός: -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φευκτός, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489.
English (Autenrieth)
(φεύγω): to be escaped; neut. pl. impers., οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, ‘there is no escape more,’ Il. 16.128, Od. 8.299.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει, φευκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. φεύγω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. με τροπή του -γ- σε -κ- προ του -τ-].
Greek Monotonic
φυκτός: -ή, -όν, αρχ. τύπος του φευκτός, αυτός που μπορεί να αποφευχθεί ή να δραπετεύσει, να φύγει, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
φυκτός: [adj. verb. к φεύγω от которого можно или дающий возможность убежать: νῦν δ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Hom. теперь нет уж возможности бежать.
Middle Liddell
φυκτός, ή, όν older form of φευκτός
to be shunned or escaped, avoidable, Hom.