Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui répand <i>ou</i> amène la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, [[χιονώδης]], [[χιονοβόλος]] ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, [[χιονόβλητος]], κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. [[χιονόβατος]].
|lstext='''χιονοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, [[χιονώδης]], [[χιονοβόλος]] ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, [[χιονόβλητος]], κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. [[χιονόβατος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui répand <i>ou</i> amène la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοβόλος Medium diacritics: χιονοβόλος Low diacritics: χιονοβόλος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: chionobólos Transliteration B: chionobolos Transliteration C: chionovolos Beta Code: xionobo/los

English (LSJ)

ον, A snowy, χ. ὥρα Plu.2.182e. II χιονόβολος, ον, snow-covered, ὄρη Str.9.2.25; cf. χιονόβλητος.

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui répand ou amène la neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβόλος: -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, χιονώδης, χιονοβόλος ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, χιονόβλητος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. χιονόβατος.

Greek Monolingual

-α, -ο / χιονοβόλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει
νεοελλ.
φρ. «χιονοβόλος ημέρα» — ημέρα κατά την οποία χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος, χαλαζο-βόλος.

Russian (Dvoretsky)

χιονοβόλος: сыплющий снегом, т. е. снежный (ὥρα Plut.).