ἀγαμία: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0008.png Seite 8]] ἡ, Ehelosigkeit, Plut. de frat. am. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0008.png Seite 8]] ἡ, Ehelosigkeit, Plut. de frat. am. 21.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />célibat.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαμία''': ἡ, τὸ ζῆν ἀγάμως, Πλούτ. 2. 491Ε· - ἀγαμίου [[δίκη]], ἡ, [[δίκη]] κατὰ ἀγάμου, ὅτι δὲν ἐνυμφεύθη, παρὰ Σπαρτιάταις, Πλουτ. Λυσ. 30, Κλήμ. Ἀλεξ. στρώμ. σ. 505, ἴδε Πολυδ. 3.48.
|lstext='''ἀγαμία''': ἡ, τὸ ζῆν ἀγάμως, Πλούτ. 2. 491Ε· - ἀγαμίου [[δίκη]], ἡ, [[δίκη]] κατὰ ἀγάμου, ὅτι δὲν ἐνυμφεύθη, παρὰ Σπαρτιάταις, Πλουτ. Λυσ. 30, Κλήμ. Ἀλεξ. στρώμ. σ. 505, ἴδε Πολυδ. 3.48.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />célibat.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:27, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαμία Medium diacritics: ἀγαμία Low diacritics: αγαμία Capitals: ΑΓΑΜΙΑ
Transliteration A: agamía Transliteration B: agamia Transliteration C: agamia Beta Code: a)gami/a

English (LSJ)

ἡ, single estate, celibacy, Plu.2.491e.

Spanish (DGE)

(ἀγᾰμία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
soltería, celibato, SEG 41.201D.1 (Ramnunte IV a.C.), Plu.2.491e, dentro de la relig. crist., Pall.H.Laus.proem.8, Basil.M.32.401C, Gr.Nyss.Virg.248.26, obligatorio en la vida monástica, Basil.M.32.720C.

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, Ehelosigkeit, Plut. de frat. am. 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
célibat.
Étymologie: ἄγαμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαμία: ἡ, τὸ ζῆν ἀγάμως, Πλούτ. 2. 491Ε· - ἀγαμίου δίκη, ἡ, δίκη κατὰ ἀγάμου, ὅτι δὲν ἐνυμφεύθη, παρὰ Σπαρτιάταις, Πλουτ. Λυσ. 30, Κλήμ. Ἀλεξ. στρώμ. σ. 505, ἴδε Πολυδ. 3.48.

Greek Monotonic

ἀγαμία: ἡ (ἄγαμος), μοναχική ζωή, αγαμία, σε Πλούτ.· ἀγαμίου δίκη, , δίκη που συνέβαινε στη Σπάρτη, εναντίον κάποιου επειδή δεν παντρεύτηκε, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰμία:безбрачие Plut.

Middle Liddell

ἄγαμος
celibacy, Plut.; ἀγαμίου δίκη, ἡ, an action against one for not marrying, Plut.