ἀγαμία

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαμία Medium diacritics: ἀγαμία Low diacritics: αγαμία Capitals: ΑΓΑΜΙΑ
Transliteration A: agamía Transliteration B: agamia Transliteration C: agamia Beta Code: a)gami/a

English (LSJ)

ἡ, single estate, celibacy, Plu.2.491e.

Spanish (DGE)

(ἀγᾰμία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
soltería, celibato, SEG 41.201D.1 (Ramnunte IV a.C.), Plu.2.491e, dentro de la relig. crist., Pall.H.Laus.proem.8, Basil.M.32.401C, Gr.Nyss.Virg.248.26, obligatorio en la vida monástica, Basil.M.32.720C.

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, Ehelosigkeit, Plut. de frat. am. 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
célibat.
Étymologie: ἄγαμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰμία:безбрачие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαμία: ἡ, τὸ ζῆν ἀγάμως, Πλούτ. 2. 491Ε· - ἀγαμίου δίκη, ἡ, δίκη κατὰ ἀγάμου, ὅτι δὲν ἐνυμφεύθη, παρὰ Σπαρτιάταις, Πλουτ. Λυσ. 30, Κλήμ. Ἀλεξ. στρώμ. σ. 505, ἴδε Πολυδ. 3.48.

Greek Monotonic

ἀγαμία: ἡ (ἄγαμος), μοναχική ζωή, αγαμία, σε Πλούτ.· ἀγαμίου δίκη, , δίκη που συνέβαινε στη Σπάρτη, εναντίον κάποιου επειδή δεν παντρεύτηκε, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἄγαμος
celibacy, Plut.; ἀγαμίου δίκη, ἡ, an action against one for not marrying, Plut.