ἀναβάδην: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0179.png Seite 179]] ([[βαίνω]]), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, [[ἀναβάδην]] ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch [[καταβάδην]] entgeggstzt ist; Pl. 1123 [[ἀναβάδην]] ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0179.png Seite 179]] ([[βαίνω]]), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, [[ἀναβάδην]] ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch [[καταβάδην]] entgeggstzt ist; Pl. 1123 [[ἀναβάδην]] ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en montant, en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβάδην''': [βᾰ], ἐπίρρ. ([[ἀναβαίνω]]) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς [[ὕψος]], ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ [[καταβάδην]] (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ [[ἀναβάδην]] καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[καταβάδην]]·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]]. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ. | |lstext='''ἀναβάδην''': [βᾰ], ἐπίρρ. ([[ἀναβαίνω]]) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς [[ὕψος]], ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ [[καταβάδην]] (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ [[ἀναβάδην]] καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[καταβάδην]]·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]]. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 2 October 2022
English (LSJ)
[βᾰ], Adv., (ἀναβαίνω) lit. going up, but usually with one's feet up, lying down, Ar.Pl.1123, D.Chr.62.6, Plu.2.336c, cf. Ath.12.528f, Poll.3.90; so prob. in Ar.Ach.399,410, but expl. by a Sch. as upstairs.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-βᾰ-]
adv. con los pies por alto ἀναβάδην ποεῖ τραγῳδίαν Ar.Ach.399 (pero interpr. ἐπὶ τῆς σκηνῆς μετέωρος Sch.ad loc.), cf. 410, ἀναβάδην ἀναπαύομαι Ar.Pl.1123, ἀναβάδην ... καθήμενον Ath.528f, cf. Poll.3.90, ἐπὶ ... κλίνης ἀναβάδην D.Chr.62.6, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Plu.2.336c.
German (Pape)
[Seite 179] (βαίνω), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, ἀναβάδην ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch καταβάδην entgeggstzt ist; Pl. 1123 ἀναβάδην ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.
French (Bailly abrégé)
adv.
en montant, en haut.
Étymologie: ἀναβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβάδην: [βᾰ], ἐπίρρ. (ἀναβαίνω) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς ὕψος, ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ καταβάδην (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ ἀναβάδην καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καταβάδην·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἀληθὴς ἔννοια. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.
Greek Monolingual
ἀναβάδην επίρρ. (Α) ἀναβαίνω
1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά
2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά.
Greek Monotonic
ἀναβάδην: [βᾰ], επίρρ. (ἀναβαίνω), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική κλίση, στον Αριστοφ. ψηλά, στα ύψη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰβάδην: (βᾰ) adv. высоко, на возвышении Arph., Plut.