ἀνεχέγγυος: Difference between revisions
Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inseguro]], [[indeciso]], [[que no tiene confianza en sí mismo]] διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, [[ἀνεχέγγυος]]· [[ἄπιστος]] Hsch. | |dgtxt=-ον<br />[[inseguro]], [[indeciso]], [[que no tiene confianza en sí mismo]] διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, [[ἀνεχέγγυος]]· [[ἄπιστος]] Hsch. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne sait où se fier, irrésolu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐχέγγυος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεχέγγυος''': -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, [[ἐπειδὴ]] δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55. | |lstext='''ἀνεχέγγυος''': -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, [[ἐπειδὴ]] δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, unwarranted, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι because they had no sure confidence in themselves, Th.4.55.
Spanish (DGE)
-ον
inseguro, indeciso, que no tiene confianza en sí mismo διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, ἀνεχέγγυος· ἄπιστος Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sait où se fier, irrésolu.
Étymologie: ἀ, ἐχέγγυος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεχέγγυος: -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνεχέγγυος)
αυτός που δεν παρέχει εχέγγυα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Greek Monotonic
ἀνεχέγγυος: -ον, αυτός που δεν παρέχει εγγύηση, ασφάλεια ή εμπιστοσύνη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεχέγγυος: досл. не гарантированный, не обеспеченный залогом, перен. ненадежный: ἡ γνώμη ἀ. Thuc. неуверенность в своих силах, нерешительность.
Middle Liddell
not giving surety or confidence, Thuc.