ἀνακάπτω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0191.png Seite 191]] verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0191.png Seite 191]] verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακάπτω''': χάπτω [[εὐθύς]], [[καταβροχθίζω]], «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀνακάπτω''': χάπτω [[εὐθύς]], [[καταβροχθίζω]], «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:22, 2 October 2022
English (LSJ)
gulp down, Hdt.2.93, Ar.Av.579, Arist.HA541a13, al.
Spanish (DGE)
tragar (θορόν) Hdt.2.93, cf. Arist.HA 541a13, σπέρμα Ar.Au.579, cf. Arist.GA 756a6, ἀνακάπτων τὸ ἀποκρουόμενον Plu.2.977a.
German (Pape)
[Seite 191] verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579.
French (Bailly abrégé)
dévorer.
Étymologie: ἀνά, κάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακάπτω: χάπτω εὐθύς, καταβροχθίζω, «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
ἀνακάπτω (Α)
καταβροχθίζω, χάφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κάπτω «χάφτω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις.
Greek Monotonic
ἀνακάπτω: μέλ. -ψω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακάπτω: проглатывать, пожирать (τι Her. etc.).