ἀνθεμίς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0231.png Seite 231]] ίδος, ἡ, die Blume, Diotim. 2 (VI, 267). Bei Diosc. u. A. eine Pflanze, Kamille. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0231.png Seite 231]] ίδος, ἡ, die Blume, Diotim. 2 (VI, 267). Bei Diosc. u. A. eine Pflanze, Kamille. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> fleur;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> camomille.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθεμίς''': -ίδος, ἡ, = [[ἄνθος]], Ἀνθ. Π. 6. 267. 2) [[εἶδος]] βοτάνης ὡς τὸ [[χαμαίμηλον]], Διοσκ. 3. 144, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Ε (Ἀποσπ. 2. 37): ― [[ὡσαύτως]] ἀνθεμίσιον (-ίδιον;), τό, «ὃ λέγεται καὶ [[χαμαίμηλον]]» Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 20. | |lstext='''ἀνθεμίς''': -ίδος, ἡ, = [[ἄνθος]], Ἀνθ. Π. 6. 267. 2) [[εἶδος]] βοτάνης ὡς τὸ [[χαμαίμηλον]], Διοσκ. 3. 144, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Ε (Ἀποσπ. 2. 37): ― [[ὡσαύτως]] ἀνθεμίσιον (-ίδιον;), τό, «ὃ λέγεται καὶ [[χαμαίμηλον]]» Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ἄνθος, J.AJ12.2.10,AP6.267 (Diotim.).
2 chamomile, Nic.Fr.74.37; ἀνθεμὶς λευκή = Matricaria chamomilla, wild chamomile, ἀνθεμὶς μελίνη = Anthemis tinctoria, dyer's chamomile, ibid.; ἀνθεμὶς πορφυρᾶ = Anthemis rosea, ibid., Dsc.3.137.
b = ἀνθυλλίς, Ps.-Dsc.3.136; = ἀργεμώνη, Id.2.177; = ἀμάρακον, Id.3.138:—also ἀνθεμίσιον, τό, Alex.Trall.9.1.
3 Ἀνθεμίς, old name of Samos.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 flor περιεστέφετο δὲ τὰ χείλη ... ἀνθεμίσι I.AI 12.80, cf. AP 6.267 (Diotim.).
2 bot. manzanilla común, Matricaria chamomilla L., Nic.Fr.74.37, Dsc.3.137, Plin.HN 21.99, Ps.Apul.Herb.60.13
•tb. llamada ἀνθεμὶς λευκά, ἀνθεμὶς μελίνα = manzanilla de tintes, Anthemis tinctoria L., Dsc.3.137
•ἀνθεμὶς πορφυρᾶ = manzanilla fina, Anthemis rosea Sibth., Dsc.3.137.
3 bot. otro n. de la ἀνθυλλίς Ps.Dsc.3.136, de la ἀργεμώνη Ps.Dsc.2.177, del ἀμάρακον Ps.Dsc.3.138, Hsch.
German (Pape)
[Seite 231] ίδος, ἡ, die Blume, Diotim. 2 (VI, 267). Bei Diosc. u. A. eine Pflanze, Kamille.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 fleur;
2 particul. camomille.
Étymologie: ἄνθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμίς: -ίδος, ἡ, = ἄνθος, Ἀνθ. Π. 6. 267. 2) εἶδος βοτάνης ὡς τὸ χαμαίμηλον, Διοσκ. 3. 144, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Ε (Ἀποσπ. 2. 37): ― ὡσαύτως ἀνθεμίσιον (-ίδιον;), τό, «ὃ λέγεται καὶ χαμαίμηλον» Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 20.
Greek Monolingual
η (ΑΝ) άνθεμον
ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα
μσν.
αμάρακος, ματζουράνα
αρχ.
(γενικά) το άνθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεμίς: ίδος ἡ Anth. = ἄνθος I.