ἀπείλλω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] [[varia lectio|v.l.]] für [[ἀπίλλω]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] [[varia lectio|v.l.]] für [[ἀπίλλω]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἀπειλέω]]²;<br /><i>c.</i> [[ἀπίλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10. | |lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:15, 2 October 2022
English (LSJ)
v. ἀπίλλω.
Spanish (DGE)
v. ἀπίλλω.
German (Pape)
[Seite 284] v.l. für ἀπίλλω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείλλω: ὅμοιον τῷ ἀπειλέω, ἀπωθῶ, ὠθῶ ὀπίσω, ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, ὅστις ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, ὅστις κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. ἐξείλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.
Greek Monotonic
ἀπείλλω: ή -είλω, = ἀπειλέω, φράζω το δρόμο, προβάλλω προσκόμματα, σε Λυσ.