ἀστρολογία: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0378.png Seite 378]] ἡ, Sternkunde, Xen. Mem. 4, 7, 4; Arist. pol. 1, 4; Pol. 9, 14 u. Sp.; auch für Astrologie. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0378.png Seite 378]] ἡ, Sternkunde, Xen. Mem. 4, 7, 4; Arist. pol. 1, 4; Pol. 9, 14 u. Sp.; auch für Astrologie. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />astronomie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστρολόγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστρολογία''': ἡ, [[ἀστρονομία]], Λατ. astrologia, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 4, Ἰσοκρ. 226Α· [[κλάδος]] τῶν μαθηματικῶν, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4, Μεταφ. 1. 8, 17, πρβλ. 2. 2, 23, κ. ἄλλ. 2) μεταγεν. [[ἀστρολογία]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀστρονομίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 1. | |lstext='''ἀστρολογία''': ἡ, [[ἀστρονομία]], Λατ. astrologia, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 4, Ἰσοκρ. 226Α· [[κλάδος]] τῶν μαθηματικῶν, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4, Μεταφ. 1. 8, 17, πρβλ. 2. 2, 23, κ. ἄλλ. 2) μεταγεν. [[ἀστρολογία]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀστρονομίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A astronomy, X.Mem.4.7.4, Isoc.11.23; a branch of mathematics, Arist. Ph.193b26, Metaph.989b33, cf.997b35; γεωμετρίατε καὶ ἀ. Vit.Philonid. p.4 C.; ἀ. ναυτική Arist.APo.78b40. 2 later, astrology, S.E.M. 5.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 astronomía νεωτέρους ... ἐπ' ἀστρολογίᾳ ... διατρίβειν ἔπεισεν Isoc.11.23, cf. Arist.Pol.1259a11 (= Thal.A 10), Arist.APo.78b40, Aristox.Harm.40.1, X.Mem.4.7.4, Plb.9.14.5, Vit.Philonid.p.945
•como una parte de la Física, Arist.Ph.193b26
•Ναυτικὴ ἀ. tít. de una obra de Tales, D.L.1.23 (= Thal.A 1), Ἀ. tít. de una obra de Cleóstrato, Cleostratus 1-4, de Arato, Arat.SHell.88.
2 astrología Cic.Diu.2.42.87, S.E.M.5.1.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Xen. Mem. 4, 7, 4; Arist. pol. 1, 4; Pol. 9, 14 u. Sp.; auch für Astrologie.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρολογία: ἡ, ἀστρονομία, Λατ. astrologia, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 4, Ἰσοκρ. 226Α· κλάδος τῶν μαθηματικῶν, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4, Μεταφ. 1. 8, 17, πρβλ. 2. 2, 23, κ. ἄλλ. 2) μεταγεν. ἀστρολογία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀστρονομίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 1.
Greek Monolingual
η (AM ἀστρολογία) αστρολόγος
η τέχνη που προσπαθεί να προσδιορίσει την επίδραση των άστρων στη ζωή των ατόμων και των γεγονότων
αρχ.
1. η αστρονομία
2. κλάδος των μαθηματικών (Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἀστρολογία: ἡ, αστρονομία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρολογία: ἡ учение о небесных светилах, астрономия Xen., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἀστρολόγος
astronomy, Xen.