ἄκολπος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0076.png Seite 76]] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0076.png Seite 76]] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans baies <i>ou</i> golfes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόλπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκολπος''': -ον, [[ἄνευ]] κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.
|lstext='''ἄκολπος''': -ον, [[ἄνευ]] κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans baies <i>ou</i> golfes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόλπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἄκολπος]], -ον) [[κόλπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παραλία]] ή η [[χώρα]] που δεν έχει κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που δεν έχει [[κόλπο]], [[κοιλιά]] (γενικότερα).
|mltxt=-ο (Α [[ἄκολπος]], -ον) [[κόλπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παραλία]] ή η [[χώρα]] που δεν έχει κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που δεν έχει [[κόλπο]], [[κοιλιά]] (γενικότερα).
}}
}}

Revision as of 14:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκολπος Medium diacritics: ἄκολπος Low diacritics: άκολπος Capitals: ΑΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: ákolpos Transliteration B: akolpos Transliteration C: akolpos Beta Code: a)/kolpos

English (LSJ)

ον, without sinus genitalis, of the pipe-fish, Ael.NA15.16.

Spanish (DGE)

-ον que carece de matriz del pez aguja, Ael.NA 15.16.

German (Pape)

[Seite 76] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans baies ou golfes.
Étymologie: , κόλπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκολπος: -ον, ἄνευ κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.

Greek Monolingual

-ο (Α ἄκολπος, -ον) κόλπος
νεοελλ.
η παραλία ή η χώρα που δεν έχει κόλπους
αρχ.
αυτή που δεν έχει κόλπο, κοιλιά (γενικότερα).