ἄκολπος
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
ἄκολπον, without sinus genitalis, of the pipe-fish, Ael.NA15.16.
Spanish (DGE)
-ον que carece de matriz del pez aguja, Ael.NA 15.16.
German (Pape)
[Seite 76] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans baies ou golfes.
Étymologie: ἀ, κόλπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκολπος: -ον, ἄνευ κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.
Greek Monolingual
-ο (Α ἄκολπος, -ον) κόλπος
νεοελλ.
η παραλία ή η χώρα που δεν έχει κόλπους
αρχ.
αυτή που δεν έχει κόλπο, κοιλιά (γενικότερα).