ἄκαυστος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0070.png Seite 70]] unverbrennlich, Arist. Meteor. 4, 8: – nicht verbrannt, κῶμαι Xen. An. 3, 5, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0070.png Seite 70]] unverbrennlich, Arist. Meteor. 4, 8: – nicht verbrannt, κῶμαι Xen. An. 3, 5, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκαυστος''': -ον, ([[καίω]]) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) [[ὅστις]] ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.
|lstext='''ἄκαυστος''': -ον, ([[καίω]]) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) [[ὅστις]] ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:09, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαυστος Medium diacritics: ἄκαυστος Low diacritics: άκαυστος Capitals: ΑΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ákaustos Transliteration B: akaustos Transliteration C: akafstos Beta Code: a)/kaustos

English (LSJ)

ον, (καίω) A unburnt, Hp.Haem.2, X.An.3.5.13. 2 incombustible, Arist.Mete.387a18, Thphr.Lap.4; unquenchable (v.l. for ἄσβεστος), πῦρ LXX Jb.20.26.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no incendiado, no quemado κῶμαι X.An.3.5.13, ὁ δὲ Λιπαραῖος (sc. λίθος) ἐκποροῦταί τε τῇ καύσει ... λεῖός ἐστι καὶ πυκνὸς ἄ. ὤν la piedra de Lípara se vuelve porosa con la combustión ... (pero) es lisa y densa cuando no ha sido quemada Thphr.Lap.14, cf. D.C.66.21.2
medic. no cauterizado μηδεμία ... τῶν αἱμορροΐδων Hp.Haem.2.
2 no encendido del fuego divino κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄ. le devorará un fuego no encendido (por el hombre), LXX Ib.20.26.
II resistente al fuego, incombustible τὰ μέν καυστά ἐστι τὰ δὲ ἄκαυστα Arist.Mete.387a18, ἄνθραξ Thphr.Lap.18, cf. 19, Plin.HN 37.92.
III que no quema ἄ. τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως la luz de la bienaventuranza no quema Basil.M.29.297C.

German (Pape)

[Seite 70] unverbrennlich, Arist. Meteor. 4, 8: – nicht verbrannt, κῶμαι Xen. An. 3, 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non brûlé.
Étymologie: , καίω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαυστος: -ον, (καίω) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) ὅστις ἀδύνατον εἶναι νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.

Greek Monolingual

-η, -ο και άκαυτος, -η, -ο (Α ἄκαυστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί
2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά
2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά
3. «άκαυτο μέλι» — μέλι το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί
«ἄκαυστος αἱμορροΐς» (Ιπποκράτης)
2. όποιος καίγεται αδιάκοπα
«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καυστός ή καυτός < καίω
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαυστῶ].

Greek Monotonic

ἄκαυστος: -ον (καίω), αυτός που δεν έχει καεί, άφλεκτος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄκαυστος:
1) несожженный, пощаженный огнем (κῶμαι Xen.);
2) несгораемый, огнеупорный (λίθος καὶ κρύσταλλος Arst.).

Middle Liddell

καίω
unburnt, Xen.